μηχανώμενοι

μηχανώμενοι
μηχανάομαι
make by art
pres part mp masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • είσβασις — εἴσβασις, η (Α) 1. είσοδος, τρόπος εισόδου («εἰσβάσεις μηχανώμενοι») 2. επιβίβαση 3. πρώτο στάδιο μαγικής τελετής …   Dictionary of Greek

  • παρατροπή — η / δωρ. τ. παρατροπά, ΝΜΑ [παρατρέπω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού παρατρέπω, αλλαγή κατευθύνσεως, παρέκκλιση, εκτροπή («οὐκ ἔστιν θανάτου παρατροπὰ μελέᾳ μοι», Ευρ.) 2. παρεκτροπή, λοξοδρόμηση («παρατροπὴ τῆς ὁδοῡ», Διον. Αρεοπ.) 3. (με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”